συνεσφιγμένοι

συνεσφιγμένοι
συσφίγγω
bind close together
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφηκός — ή, όν, Α 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”